Δευτέρα, Φεβρουαρίου 01, 2010

ΚΛΕΜΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ, ΑΓΟΡΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΦΕΣ

.



Είναι φορές που θαρρείς ότι κάνεις κάτι παράνομο όταν διαθέτεις χρόνο για τον εαυτό σου.
Όχι τίποτα σπουδαίο. Να κάτσεις κάπου για ένα καφέ.
Μόνος.
Να μη νοιάζεσαι για το χρόνο.
Να τον αφήνεις να κυλά για σένα.
Να απολαύσεις τη μυρωδιά του καφέ και την πρώτη γουλιά,
με τη χαρούμενη σιγουριά, για το πόσες ακόμα γουλιές σε περιμένουν. Να βλέπεις τον κόσμο να περνάει. Να σκέφτεσαι μη σκεπτόμενος…
Ν’ αφήσεις τα αισθήματα να χαλαρώσουν.
Να σου πουλάνε διάφοροι, αναπτήρες, λαχεία, αφρικάνικα τοτέμ, να σου ζητάνε λεφτά για να φάνε και να τρέμουν απ’ τη μαστούρα.
Να κάτσεις μόνος σα δραπέτης από τη φυλακή μιας ζωής που την βρήκαμε έτσι και ελάχιστα στην ουσία της την αλλάξαμε.
Αθήνα. Πλατεία Κοραή. Στάση του μετρό.
Στο Starbucks κάτω απ’ τις ομπρέλες..
Κάθισα γεναριάτικα έξω αφού είχε καλό καιρό,
με τον καφέ στο χέρι ν’ αχνίζει.
Μπροστά μου, τρεις μουσικοί.
Ένα φλάουτο, μια κιθάρα κι ένα βιολί.
Έπαιζαν μια υπέροχη μελωδία. Σε ρυθμό βαλς.
Μουσικά κύματα που χόρευαν και σου έφτιαχναν ατμόσφαιρα στο σκηνικό.
Αφέθηκα στις μικρές ηδονές : Καφές, μουσική, ήλιος, άνθρωποι που διάβαζες τη διάθεσή τους στα πρόσωπα.
Και τσιγάρο. Το είχα κόψει δύο μέρες κι αποφάσισα να ξανακάνω την αδυναμία μου ευχαρίστηση.
Αφέθηκα. Τα αισθήματα αντάμωναν ερωτικά με τα αισθήματα της μουσικής.
Η μνήμη άνοιξε την πόρτα της: Πρόσωπα που πέρασαν απ΄ τη ζωή μου, έκαναν τώρα παρέλαση μπροστά στα μάτια μου. Αλήθειες και ψέματα βρήκαν κατάλληλη την ατμόσφαιρα να ξαναπάρουν το σχήμα τους μέσα μου.
Ωραία ψέματα, μέχρι που έπαιζαν το ρόλο της αλήθειας. Αλήθειες που νοιάζονταν να τις βλέπουν με την ελπίδα να τις επιλέξουν. Αλήθειες, που μαζί με τα ψέματα, έκαναν το ζευγάρι, που πάνω του στηρίζεται ο κόσμος του ανθρώπου,
ο κόσμος των ανθρώπων.
Η μουσική άλλαξε: «Η Άνοιξη» από τις τέσσερις εποχές του Αntonio Vivaldi –Allegro molto.
Το πάθος για ζωή και τη γλύκα της ξετύλιγε η μουσική ,
κι όπως συμβαίνει με τη χαρά της ζωής που βγάζει και μια ήπια θλίψη, έτσι γινόταν και τώρα με την μουσική που φυσούσε στα φύλλα της ψυχής μου.
Σε όλους υπάρχει μια γωνιά για τη θλίψη που αγαπάμε, μια γωνιά για την μελαγχολία
της απώλειας και της αβέβαιης αναζήτησης…
Η μουσική διεκδικούσε το είναι μου. Ναι.
Σαν ωραίο ψέμα.
Έσβησα το τέταρτο τσιγάρο και ήπια την πιο γευστική γουλιά του καφέ.
Την τελευταία.
Όταν σηκώθηκα, δεν μπορούσα πια να διακρίνω στα μάτια των περαστικών, τη διάθεσή τους..
Φεύγοντας, πήρα μαζί μου ένα πελώριο και γλυκό Τίποτα, που όμως ήταν περισσότερο απ’ το πολύ…
Κι είχε μια λιακάδα…Μα μια λιακάδα.
.
Φαίδων Θεοφίλου


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΜΗΘΥΜΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ
Γενέθλιος τόπος